Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λειψός  
επίθετο

1 manca`nte; non inte`ro λειψό φεγγάρι == luna calante, luna crescente
2 incompiu`to; incomple`to; lacuno`so λειψή δουλειά == lavoro lacunoso
3 di peso insufficie`nte, scarso μoυ πούλησαν ένα λειψό κιλό ντομάτες == mi hanno venduto un chilo scarso di pomodori
4 magro; sparu`to; sca`rno
5 minora`to; handicappa`to
6 minora`to psi`chico; deficie`nte μην τον αποπαίρνεις, είναι λειψός o κακομοίρης == non lo maltrattare, è un povero deficiente
7 scarso; po`vero λειψή σοδειά == raccolto scarso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λείψις λειψυδρία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---