Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλείψανο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 resi`duo ~m~; resto ~m~; reli`tto ~m~ λείψανα ναυαγίoυ == relitti, avanzi di naufragio 2 salma ~f~ 3 religione reli`quie ~fp~ λείψανον ουσιαστικό ουδέτερο variante arcaica di [λείψανο] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |