Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεκιάζω  
ρήμα αμετάβατο

macchia`rsi αυτό το ύφασμα λεκιάζει πολύ εύκολα == questo tessuto si macchia molto facilmente

λεκιάζω
ρήμα μεταβατικό

macchia`re, chiazza`re λέκιασα το καινούριο μου πoυκάμισο == ho macchiato la camicia nuova

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεκές λέκιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---