Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλεϊμονιά
ουσιαστικό θηλυκό variante di [λεμονιά] λεμονιά ουσιαστικό θηλυκό botanica limo~m~ne ~m~, a`lbero ~m~ di limo`ne permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |