Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαμπικάρω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ((popolare)) lambicca`re, distilla`re
2 ((figurato)) puli`re a fondo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαμπικαρισμένος λαμπίκο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---