Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαμπερός
επίθετο lumino`so, brilla`nte λαμπερά αστέρια == stelle luminose && λαμπερά μάτια == occhi luminosi λαμπερότατος επίθετο superlativo di [λαμπερός] λαμπερότερος επίθετο comparativo di [λαμπερός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |