Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαμπαδηφορία  
ουσιαστικό θηλυκό

lampadefori`a, processio`ne ~f~ con ceri, fiaccola`ta ~f~

λαμπαδοφορία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [λαμπαδηφορία]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαμπαδηδρόμος λαμπαδηφόρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---