Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαμπαδιάζω  
ρήμα αμετάβατο

divampa`re, anda`re in fia`mme η φωτιά λαμπάδιασε == il fuoco divampò && λαμπάδιασε o αχυρώνας == il fienile andò in fiamme

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαμπαδηφόρος λαμπάδιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---