Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαφυραγωγία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 depredazio`ne ~f~
2 rapi`na ~f~
3 saccheggiame`nto ~m~
4 scorreri`a ~f~
5 svaligiame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαφυραγώγηση λαφυραγωγικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---