Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλάφυρο
ουσιαστικό ουδέτερο botti`no ~m~, preda ~f~ di gue`rra, spo`glie ~fp~ τσακώθηκαν για τα λάφυρα == si azzuffarono per il bottino permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |