Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαχανιασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [λαχανιάζω]
2 affanna`to
3 affanno`so
4 ansa`nte
5 boccheggia`nte
6 trafela`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαχάνιασμα λαχανίδες  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---