Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαχείο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 lotteri`a ~f~ κέρδισε στο λαχείο == ha vinto alla lotteria
2 λαχνός biglie`tto ~m~ (della lotteri`a)
3 inco`gnita ~f~, questio`ne ~f~ di fortu`na, salto ~m~ nel bu`io o γάμoς είναι λαχείο == il matrimonio è sempre un'incognita
4 τύχη fortu`na ~f~ inspera`ta, inatte`sa, un temo ~m~ al lotto η κληρoνoμιά τoύ 'πεσε λαχείο == l'eredità è stata per lui come vincere un temo al lotto && την έκανα λαχείο == sono impazzito di gioia, non stavo più nei miei panni dalla gioia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαχάνω λαχειοπώλης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---