Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαχταράω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [λαχταρώ] λαχταρώ ρήμα αμετάβατο 1 palpita`re τα ψάρια λαχταρούσαν στα δίχτυα == i pesci palpitavano nelle reti 2 spaventa`rsi λαχτάρησα όταν τον είδα να πέφτει == mi spaventai vedendolo cadere λαχταρώ ρήμα μεταβατικό desidera`re ardenteme`nte, brama`re, ave`re un grande deside`rio di qualco`sa, di qualcu`no λαχταρούσε μια αχνιστή σουπίτσα == desiderava ardentemente una bella zuppa bollente && λαχταρά λίγη στοργή == ha un grande desiderio di un po' d'affetto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |