Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαχταρίζω
ρήμα αμετάβατο palpita`re, pulsa`re, fre`mere λαχταρίζω ρήμα μεταβατικό 1 desidera`re ardenteme`nte, ave`re deside`rio, ave`re vo`glia di, brama`re λαχτάριζε ένα πίγωτό == moriva dalla voglia di un gelato 2 spaventa`re, dare uno spave`nto με λαχτάρισες! == mi hai spaventato!, mi hai fatto prendere un bello spavento! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |