Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαχνός
ουσιαστικό αρσενικό 1 biglie`tto ~m~ (di una lotteri`a) αγόρασα πέντε λαχνούς == ho comprato cinque biglietti della lotteria 2 βραβείο biglie`tto ~m~ vince`nte, pre`mio ~m~ μού 'πεσε o πρώτος λαχνός του λαχείoυ == ho vinto il primo premio della lotteria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |