Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαχτάρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 vo`glia ~f~ inte`nsa, deside`rio ~m~ arde`nte, brama ~f~, sete ~f~ έχει λαχτάρα για μάθηση == ha brama di apprendere, ha sete di sapere && την κοιτούσε με λαχτάρα == la guardava con desiderio 2 ανυπομονησία a`nsia ~f~, ansietà ~f~ περιμένω με λαχτάρα τα αποτελέσματα == aspettare con ansia i risultati 3 commozio`ne ~f~, emozio`ne ~f~ ήταν μεγάλη η λαχτάρα της που ξανάβλεπε το παιδί της == grande fu la sua commozione nel rivedere il figlio 4 φόβος spave`nto ~m~, ango`scia ~f~ πήρα μία λαχτάρα! == mi son preso uno di quegli spaventi! && πέρασα μεγάλη λαχτάρα == ho attraversato momenti di grande angoscia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |