Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαχαίνω
ρήμα αμετάβατο capita`re, tocca`re in sorte του 'λαχε καλή γυναίκα == gli è toccata in sorte una buona moglie λαχαίνω ρήμα μεταβατικό incontra`re per caso, imba`ttersi τον έλαχα στην αγορά == l'ho incontrato per caso al mercato II v intr capitare, toccare in sorte του 'λαχε καλή γυναίκα == gli è toccata in sorte una buona moglie ΙΙΙ v impers succedere / capitare per caso έλαχε να λείπω εκείνη την ημέρα == capitò che quel giorno fossi assente έλαχε να τo μάθω == l'ho saputo per caso λαχαίνει ρήμα απρόσωπο succe`dere, capita`re per caso έλαχε να λείπω εκείνη την ημέρα == capitò che quel giorno fossi assente && έλαχε να τo μάθω == l'ho saputo per caso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |