Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκτήριο
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κτίριο] κτίριο ουσιαστικό ουδέτερο edifi`cio ~m~, pala`zzo ~m~ αυτό το κτίριο θέλει επισκευή == questo edificio deve essere riparato | δημόσια κτίρια == edifici pubblici | κτίριο γραφείων == palazzo per uffici permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |