Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κτήση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 proprietà ~f~, posse`sso ~m~
2 possedime`nto ~m~ oι ισπανικές κτήσεις == i possedimenti spagnoli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κτήριο κτητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---