Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκτίση
ουσιαστικό θηλυκό 1 edificazio`ne ~f~, costruzio`ne ~f~ 2 fondazio`ne ~f~ η κτίση της Ρώμης == la fondazione di Roma 3 (fig) crea`to ~m~, unive`rso ~m~ από κτίσεως κόσμου == da che mondo è mondo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |