Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κτήτορας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 possesso`re ~m~
2 ecclesiastico fondato`re ~m~ κτήτωρ ιεράς μoνής == fondatore di un monastero

κτήτωρ
ουσιαστικό αρσενικό

variante arcaica di [κτήτορας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κτητικός κτιριακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---