Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κτήνος  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ((arcaico)) be`stia ~f~, anima`le ~m~
2 (fig) bruto ~m~, be`stia ~f~, anima`le ~m~ τρώει σαν κτήνος == mangia come una bestia | ανθρωπόμoρφο κτήνος == una bestia con sembianze umane

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κτήνον κτηνοτροφή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---