Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκτηνοβάτης
ουσιαστικό αρσενικό psicologia perso`na ~f~ affe`tta da zoofili`a κτηνοβάτις ουσιαστικό θηλυκό variante arcaica di [κτηνοβάτισσα] κτηνοβάτισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κτηνοβάτης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |