Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρότος
ουσιαστικό αρσενικό 1 rumo`re ~m~ secco, schia`nto ~m~, fraca`sso ~m~, stre`pito ~m~ 2 (fig) rumo`re ~m~, scalpo`re ~m~, stre`pito ~m~, sensazio`ne ~f~ η είδηση έκανε κρότο == la notizia ha destato scalpore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |