Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρότος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 rumo`re ~m~ secco, schia`nto ~m~, fraca`sso ~m~, stre`pito ~m~
2 (fig) rumo`re ~m~, scalpo`re ~m~, stre`pito ~m~, sensazio`ne ~f~ η είδηση έκανε κρότο == la notizia ha destato scalpore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κροτικός κροτώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---