Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΚρητικιά
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Κρητικός] κρητικός επίθετο crete`se κρητικό κρασί == vino cretese Κρητικός ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ dell'i`sola di Cre`ta, crete`se ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |