Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκούκλα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ba`mbola ~f~ παίζω με τις κούκλες == giocare con le bambole 2 ((gergale)) ba`mbola ~f~, pupa ~f~, bella raga`zza ~f~, uno schia`nto ~m~ di raga`zza 3 manichi`no ~m~ 4 buratti`no ~m~, pupa`zzo ~m~, marione`tta ~f~ 5 mata`ssa μια κούκλα μαλλί == una matassa di lana permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |