Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουκκίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

punto ~m~, punti`no ~m~ το καράβι έμοιαζε με κουκκίδα στον ορίζοντα == la nave sembrava un puntino all' orizzonte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουκί κουκκουφιάς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---