Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκούκος
ουσιαστικό αρσενικό zoologia cu`culo ~m~, cucù ~m~ μόνος σαν τον κούκo == solo come un cane | τρεις κι o κούκος == quattro gatti | του κόστισε o κούκος αηδόνι == l'ha pagato a peso d'oro, gli è costato un occhio della testa | ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη == una rondine non fa primavera permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |