Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουκλώνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κουκουλώνω]

κουκουλώνομαι
ρήμα παθητικό

1 incappuccia`rsi
2 imbacucca`rsi

κουκουλώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 incappuccia`re
2 imbacucca`re κουκούλωσε το μωρό μ' ένα σάλι == ha imbacuccato il bambino in uno scialle
3 (fig) copri`re, nasco`ndere, cela`re πήγαν να κουκουλώσουν τo σκάνδαλο == hanno cercato di coprire lo scandalo
4 (fig) costri`ngere qualcuno a sposa`rsi, accalappia`re un mari`to παρέστησε την έγκυο και τον κουκούλωσε == fingendo di essere incinta l'ha costretto a sposarla

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουκλόσπιτο κουκοβαγιομύτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---