Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουκέτα  
ουσιαστικό θηλυκό

cucce`tta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουϊντέτο κουκί  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι κουκέτες [f.] = letto [αρσ.] a castello


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---