Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουβάρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

gomi`tolo ~m~ γίνομαι κουβάρι == raggomitolarsi | γίναμε μαλλιά κουβάρια == ci siamo accapigliati | μαλλιά κουβάρια == tutto sottosopra, in disordine

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Κουβανός κουβαριάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---