Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουβέντα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 quattro chia`cchiere ~fp~, chiacchiera`ta ~f~, conversazio`ne ~f~ πιάσαμε την κουβέντα και η ώρα πέρασε == ci siamo messi a chiacchierare e il tempo è passato | πάνω στην κουβέντα == nel corso della conversazione..., mentre si parlava...
2 disco`rso ~m~, paro`la ~f~, paro`le ~f~πρoσπάθησε να μου πιάσει την κουβέντα == ha cercato di attaccar discorso con me | πες καμιά καλή κουβέντα για μένα == di' una buona parola per me! | βρόμικη κουβέντα == parolaccia | στρογγυλές κουβέντες == discorsi chiari | ψιλή κουβέντα == chiacchierio, cicaleccio | δεν μου έκανε κουβέντα γι' αυτό == non mi ha accennato alla cosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουβενδιάζω κουβέντες  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πιάνω κουβέντα = attaccare bottone || λέω καμμιά καλή κουβέντα = dire una parola buona || πιάνω την κουβέντα = mettersi a chiacchierare || μη λες βαριές κουβέντες! = non essere offensivo! || δεν μου έκανε κουβέντα = non me ne ha accennato


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---