Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουβεντιάζω  
ρήμα αμετάβατο

chiacchiera`re, parla`re, conversa`re, disco`rrere, discu`tere κουβέντιαζαν ως τα μεσάνυχτα == hanno chiacchierato, parlato fino a mezzanotte | έλα σπίτι, να κουβεντιάσουμε λίγο == vieni a casa mia, che facciamo quattro chiacchiere! | κουβεντιάζω για πολλά και διάφορα, περί ανέμων και υδάτων == parlare del più e del meno | όλο το βράδυ κουβεντιάζαμε για τα αθλητικά == tutta la sera abbiamo discusso di sport

κουβεντιάζω
ρήμα μεταβατικό

1 parla`re di qualco`sa, discu`tere θα το κουβεντιάσουμε αύριο == ne parliamo domani | κουβεντιάζω μια πρόταση για δουλειά == discutere una proposta di lavoro
2 parla`re con disapprovazio`ne, critica`re, sparla`re τα φερσίματά του τα κουβεντιάζει όλο το χωριό == tutto il villaggio critica la sua condotta | όλος o κόσμος την κουβεντιάζει == è sulla bocca di tutti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουβέντες κουβεντιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---