Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΚουβανέζα
ουσιαστικό αρσενικό femminile di [Κουβανέζος] Κουβανέζος ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ di Cuba, cuba`no ~m~ Κουβανή ουσιαστικό αρσενικό lo stesso che [Κουβανέζα] Κουβανός ουσιαστικό αρσενικό lo stesso che [Κουβανέζος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |