Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουβαλάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [κουβαλώ] κουβαλιέμαι ρήμα παθητικό piomba`re, arriva`re precipitosame`nte μου κουβαλήθηκαν τα πεθερικά == mi sono piombati in casa i suoceri κουβαλώ ρήμα αμετάβατο trasloca`re πότε κουβαλάτε στο καινούριο σπίτι; == a quando il trasloco? κουβαλώ ρήμα μεταβατικό 1 porta`re, trasporta`re κουβαλώ τις βαλίτσες == portare le valigie | ποιός θα κουβαλήσει όλα αυτά τα πράγματα; == chi trasporterà tutta questa roba? 2 (fig) porta`re, condu`rre μου κουβαλάει συνέχεια στο σπίτι ένα σωρό φίλους του == mi porta sempre a casa un sacco d'amici permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |