Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουβαλητής
ουσιαστικό αρσενικό 1 chi traspo`rta, portato`re ~m~, facchi`no ~m~ 2 buon padre ~m~ di fami`glia che non fa manca`re nulla ai suo`i permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |