Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκότσι
ουσιαστικό ουδέτερο ((popolare)) astra`galo ~m~, malle`olo ~m~ κότσια ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός ((popolare)) forza ~f~, cora`ggio ~m~, grinta ~f~, fe`gato ~m~ δεν έχει κότσια == non ha grinta, non ha fegato | θέλει κότσια αυτή η δουλειά == per questo lavoro ci vuole fegato | βαστάνε τα κότσια μου == essere forte, aver la forza, il coraggio di fare qualcosa | | essere ancora in gamba, essere arzillo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |