Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοτσανάτος
επίθετο

variante di [κοτσονάτος]

κοτσονάτος  
επίθετο

arzi`llo, ve`geto, gaglia`rdo, vigoro`so, che è anco`ra in gamba ένας κοτσονάτος γέρος == un vecchio arzillo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοτσάνα κοτσάνι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---