Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοτσάρω
ρήμα μεταβατικό 1 appe`ndere, attacca`re κοτσάρισε το κάδρο στον τοίχο == ha appeso il quadro al muro 2 aggiu`ngere, uni`re κοτσάρισαν άλλα δύο βαγόνια στο τρένο == hanno aggiunto altri due vagoni al treno 3 appioppa`re, affibbia`re, rifila`re 4 accusa`re, dare, affibbia`re la colpa του κοτσάρισαν πως ξάφρισε λεφτά απ'το ταμείο == gli hanno affibbiato la colpa di aver preso soldi dalla cassa κοτσέρνω ρήμα μεταβατικό variante di [κοτσάρω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |