Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοτσάνα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sciocche`zza ~f~, stupida`ggine ~f~, cavola`ta ~f~, sceme`nza ~f~ όλο κoτσάνες πετάει == non fa che dire scemenze
2 perla ~f~, erro`re ~m~ grossola`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοτσαίνω κοτσανάτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---