Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκότσυφας
ουσιαστικό αρσενικό zoologia merlo ~m~ κοτσύφι ουσιαστικό ουδέτερο lo stesso che [κότσυφας] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |