Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κολυμπάω
ρήμα αμετάβατο

variante di [κολυμπώ]

κολυμπώ  
ρήμα αμετάβατο

nuota`re ((anche in senso figurato)) κoλυμπώ στο χρήμα == nuotare nell'oro, nell'abbondanza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολυμβήτρια κολυμπήθρα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κολυμπώ ανάσκελα = nuotare a dorso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---