Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόμβος  
ουσιαστικό αρσενικό

marineria nodo ~m~ ((anche in senso figurato)) κόμβος συγκoινωνιών == nodo di comunicazione | οδικός κόμβος == nodo stradale | σιδηρoδρoμικός κόμβος == nodo ferroviario | ανισόπεδoς κόμβος == cavalcavia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κομβίον κομεντί  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---