Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κομιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

lato`re ~m~, portato`re ~m~ κομιστής καλών ειδήσεων == latore di buone nuove | o κομιστής της παρούσης... == il latore della presente | επιταγή πληρωτέα στον κομιστή == assegno al portatore | o κομιστής δεν φέρει ευθύνη == ambasciator non porta pena

κομίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κομιστής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κόμισσα κόμιστρα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πληρωτέος στον κομιστή = pagabile al portatore


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---