Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόμιστρα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

spese ~fp~ di traspo`rto θα αυξηθoύν τα κόμιστρα των ταξί == le tariffe dei tassì aumenteranno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κομιστής κομίστρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---