GrecoItaliano


κολύμπι  
ουσιαστικό ουδέτερο

nuo`to ~m~ μαθαίνω κολύμπι == imparare a nuotare

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


απαγορεύεται το κολύμπι = divieto [αρσ.] di balneazione || το πρόσθιο κολύμπι = nuoto [αρσ.] a rana



Sfoglia il dizionario




{{ID:KOLYMPI100}}
---CACHE---