Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκολύμπι
ουσιαστικό ουδέτερο nuo`to ~m~ μαθαίνω κολύμπι == imparare a nuotare permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααπαγορεύεται το κολύμπι = divieto [αρσ.] di balneazione || το πρόσθιο κολύμπι = nuoto [αρσ.] a rana Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |