Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κολυμβήθρα  
ουσιαστικό θηλυκό

ecclesiastico fonte ~m~ battesima`le

κολυμπήθρα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κολυμβήθρα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κολτσίνα κολύμβηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---