Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλωστοϋφαντουργία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 filatu`ra ~f~
2 indu`stria ~f~ te`ssile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλωστοϋφαντουργείο κλωστοϋφαντουργός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---