Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κνίδωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ((letterario)) pruri`gine ~f~, pruri`to ~m~
2 medicina ortica`ria ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κνήφη κνίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---