Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλωστή  
ουσιαστικό θηλυκό

filo ~m~ η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή == la sua vita è attaccata a un filo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλωστάτον κλωστήριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---